- φουσκοθαλασσ(ι)ά
- η волнение на море;(мёртвая) зыбь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φουσκοθαλασσ(ι)ά — η κυματώδης ή ταραγμένη θάλασσα είτε όταν σταματήσει ή ελαττωθεί ο άνεμος, είτε όταν φυσάει άνεμος από διεύθυνση διαφορετική από εκείνη από όπου έρχεται το κύμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)